- πυλαωρός
- πυλα-ωρός (root ϝορ, ὁράω): gatekeeper, pl. (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πυλαωρός — gate keeper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλαωρός — και πυλαουρός και πυλαορός, ὁ, Α βλ. πυλωρός … Dictionary of Greek
πυλαωρούς — πυλαωρός gate keeper masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλαωρέ — πυλαωρός gate keeper masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλαωρῶν — πυλαωρός gate keeper masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλαωρῷ — πυλαωρός gate keeper masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλαωρόν — πυλαωρός gate keeper masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλωρός — (Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν… … Dictionary of Greek